🇬🇷 el en 🇬🇧

κλακέτες noun

  /klaˈce.tes/
  • (χορός) χορός με ρυθμικό χτύπημα των παπουτσιών, ώστε να παράγεται ένας χαρακτηριστικός ήχος
tap dance
Wiktionary Links