🇬🇷 el en 🇬🇧

κλειδοθήκη noun

  /kli.ðoˈθi.ci/
  • χώρος (όπως ντουλάπι ή κουτί σε τοίχο) για τοποθέτηση και φύλαξη κλειδιών
key box, key cabinet
  • μικρή θήκη τσέπης (συνήθως δερμάτινη ή υφασμάτινη) με μερικούς κρίκους στο εσωτερικό της απ' όπου κρέμονται κλειδιά
key holder
Wiktionary Links