🇬🇷 el en 🇬🇧

κλειστός adjective

closed, unopened
  • που δεν εκδηλώνει εύκολα σε άλλους τις σκέψεις του ή τα συναισθήματά του
keep to oneself, reserved, reticent
  • για γραφείο, κατάστημα, υπηρεσία κλπ. που δεν λειτουργεί για μικρό συνήθως χρονικό διάστημα
  • (γλωσσολογία) (για ήχο) που προκαλείται από απότομο κλείσιμο και άνοιγμα του ρεύματος αέρα μέσα στο στόμα
stop, occlusive
Wiktionary Links