🇬🇷 el en 🇬🇧

κοινή noun

  /ciˈni/
  • η γλώσσα που μιλιέται από το σύνολο ενός ομόγλωσσου πληθυσμού, συμπεριλαμβανομένων των ομιλητών ιδιωμάτων και διαλέκτων, η γενικευμένη υπερτοπική ποικιλία μιας γλώσσας
Koine, common
Wiktionary Links