🇬🇷 el en 🇬🇧

κοινωνώ verb

  /ci.noˈno/
  • (εκκλησιαστικός όρος, αμετάβατο) λαμβάνω τη Θεία Κοινωνία (ως πιστός)
communion, communicate
  • (εκκλησιαστικός όρος, μεταβατικό) δίνω τη Θεία Κοινωνία (ο ιερέας] στον πιστό))
communion, give
Wiktionary Links