🇬🇷 el en 🇬🇧

κολλάω verb

  /koˈla.o/
  • (μεταφορικά) φέρομαι προκλητικά ή επιθετικά απέναντι σε κάποιον, παρενοχλώ
glue, stick, bug, piece together, weld
  • (μεταφορικά) βρίσκομαι σε πολύ στενή επαφή με κάποιον, είμαι πολύ καλός φίλος με κάποιον
best friend
  • (μεταφορικά) ακολουθώ κάποιον συνεχώς από πολύ μικρή απόσταση
cling
  • αρρωσταίνω από μεταδοτικό νόσημα που μου μεταδόθηκε
contract
  • (για μεταδοτικά νοσήματα) μεταδίδομαι
infect
  • αντιμετωπίζω μια δυσκολία κατά την πρόοδο μιας εργασίας που με εμποδίζει να συνεχίσω
seize up, stick
Wiktionary Links