🇬🇷 el en 🇬🇧

κομπίνα noun

  /komˈbi.na/
  • απατεώνικη ενέργεια ή επιχείρηση που αποσκοπεί στον προσπορισμό οικονομικού ή άλλου οφέλους
  • (οικείο) θεριζοαλωνιστική μηχανή
do, fetch, fiddle, jobbery
Wiktionary Links