🇬🇷 el en 🇬🇧

κοντός adjective

  • (για αντικείμενο) που έχει μικρό μήκος
short
  • (για αντικείμενο) που έχει μικρό ύψος
low
  • (για άνθρωπο ή άλλο ζωντανό ον) που έχει μικρό ανάστημα
little, small
Wiktionary Links