🇬🇷 el en 🇬🇧

κορυφή noun

  /ko.ɾiˈfi/
  • (γεωγραφία) το υψηλότερο σημείο ενός υψώματος, βουνού ή λόφου ή οποιουδήποτε αντικειμένου
  • (γενικότερα) το ανώτερο σημείο σε κάθε ιεραρχικό σύστημα
top, summit, peak, vertex, hilltop
  • (γεωμετρία) το σημείο τομής δύο πλευρών πολύπλευρου επίπεδου σχήματος ή τουλάχιστον τριών πλευρών ενός πολυγώνου
vertex

Κορυφή properNoun

Koryfi
Wiktionary Links