🇬🇷 el en 🇬🇧

κοσμικός adjective

  /ko.zmiˈkos/
  • που αναφέρεται ή προέρχεται από τον κόσμο, το σύμπαν
cosmic
  • που αναφέρεται στην κοινωνία και όχι στην εκκλησία ή τη θρησκεία
secular
  • που αναφέρεται σε κοινωνικές εκδηλώσεις
socialite
Wiktionary Links