🇬🇷 el en 🇬🇧

κουβέρτα noun

  /kuˈveɾ.ta/
  • ύφασμα, μάλλινο ή βαμβακερό, που χρησιμοποιείται πάνω από τα σεντόνια του κρεβατιού για να προστατεύει από το κρύο
blanket
Wiktionary Links