🇬🇷 el en 🇬🇧

κουρά noun

  /kuˈɾa/
  • (χριστιανισμός) θρησκευτική τελετή στον Ορθόδοξο μοναχισμό, κατά την οποία κάποιος γίνεται, από δόκιμος, μοναχός κουρεύονται τα μαλλιά του
tonsure
Wiktionary Links