🇬🇷 el en 🇬🇧

κοψοχρονιά adverb

  /ko.pso.xɾoˈɲa/
  • (προφορικό) σε εξαιρετικά μειωμένη —έως εξευτελιστική— τιμή, πολύ φθηνά, ευκαιρία
dirt cheap
Wiktionary Links