🇬🇷 el en 🇬🇧

κούπα noun

  /ˈku.pa/
  • κύπελλο ή πολύ μεγάλο φλιτζάνι με ή χωρίς λαβή
cup, mug
  • (χαρτοπαίγνιο) οικογένεια χαρτιών της τράπουλας που φέρουν ως σήμα μια κόκκινη καρδιά
heart
Wiktionary Links