🇬🇷 el en 🇬🇧

κρίση noun

  /ˈkɾi.si/
  • η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κρίνω, η νοητική ενέργεια που οδηγεί σε μια απόφαση ή επιλογή
crisis, judgment, crise
Wiktionary Links