🇬🇷 el en 🇬🇧

κρεβατοκάμαρα noun

  • το υπνοδωμάτιο, το δωμάτιο του σπιτιού που είναι επιπλωμένο με κρεβάτι και όπου κοιμόμαστε
bedroom
Wiktionary Links