🇬🇷 el en 🇬🇧

κρεμασμένος

  • (οικείο) απαγχονισμένος (αυτόχειρας ή θύμα δολοφονίας ή εκτελεσμένος)
hanged
  • (οικείο) γαντζωμένος, γραπωμένος, απόλυτα εξαρτημένος
hanged, deceived, dependent, hung, suspended
Wiktionary Links