🇬🇷 el en 🇬🇧

κρεμμυδάκι noun

  • ο νωπός βλαστός και η ρίζα του κρεμμυδιού που δεν έχει ακόμα σχηματίσει μεγάλο βολβό
green onion, scallion, spring onion
Wiktionary Links