🇬🇷 el en 🇬🇧

Κυριακή properNoun

  /ciɾ.ʝaˈci/
  • η πρώτη (ή, κατ' άλλους, η τελευταία) ημέρα της εβδομάδας, μετά το Σάββατο και πριν την Δευτέρα
Sunday

κυριακή

dominical