🇬🇷 el en 🇬🇧

κωλυσιεργώ verb

  • παρεμβάλλω σκόπιμα εμπόδια για προσωπικό όφελος και ταυτόχρονα καθυστερώ τη διεξαγωγή εργασιών ή διαδικασιών
hinder, obstruct, dally, defer, delay, dilly-dally
Wiktionary Links