🇬🇷 el en 🇬🇧

κόλα noun

  /ˈko.la/
  • μέρος του ονόματος γνωστού αναψυκτικού, αλλά και άλλων ανταγωνιστικών παρόμοιων προϊόντων
cola
  • καρπός του ομώνυμου δένδρου της Δυτικής Αφρικής (εκχύλισμα του οποίου περιέχεται στο γνωστό αναψυκτικό)
kola

κόλα noun

  /ˈko.la/
  • φύλλο χαρτιού
piece of paper
Wiktionary Links