🇬🇷 el en 🇬🇧

κόμβος noun

  /ˈkoɱ.vos/
  • σημείο συνάντησης ή συνένωσης
node, junction
  • (ναυτικός όρος) μονάδα μέτρησης ταχύτητας πλοίου, ίση με ένα ναυτικό μίλι την ώρα. Επίσης, χρησιμοποιείται ως μονάδα μέτρησης και για τα αεροπλάνα
knot
  • (δίκτυο υπολογιστών) node: υπολογιστής, άλλη συσκευή συνδεδεμένη σε δίκτυο ή ακόμη και ένα υποδίκτυο (πχ. ένα τοπικό ή οικιακό δίκτυο συνδεόμενο με παροχέα ίντερνετ - ISP), που οπωσδήποτε έχει τουλάχιστον μία διεύθυνση IP από όπου και ταυτοποιείται
node
Wiktionary Links