🇬🇷 el en 🇬🇧

κόμμα noun

  /ˈko.ma/
  • σημείο στίξης το οποίο χωρίζει προτάσεις, όρους προτάσεων, φράσεις κτλ.
comma
  • (πολιτική) συγκροτημένος πολιτικός οργανισμός που, προβάλλοντας την ιδεολογία και τις θέσεις του, διεκδικεί συμμετοχή στους πολιτικούς θεσμούς ενός κράτους, ή ενός διακρατικού συστήματος (όπως λ.χ. η Ευρωπαϊκή Ένωση), όπου λειτουργούν ιδεολογικά συγγενή εθνικά κόμματα
party
  • (μαθηματικά) η υποδιαστολή
decimal point

Κόμμα properNoun

  /ˈko.ma/
Komma
Wiktionary Links