🇬🇷 el en 🇬🇧

κόρη noun

  /ˈko.ɾi/
  • (οικογένεια) η θυγατέρα
daughter, pupil
  • το κορίτσι, η κοπέλα
  • (ανατομία) το στρόγγυλο άνοιγμα της ίριδας του οφθαλμού
pupil
  • (αρχαιολογία) το άγαλμα νεαρής γυναίκας της αρχαϊκής εποχής
kore
Wiktionary Links