🇬🇷 el en 🇬🇧

κύρωση noun

  • τιμωρία ή μέτρα εναντίον κάποιου λόγω της παράβασης ενός κανονισμού, των όρων μιας συμφωνίας, μιας διεθνούς συνθήκης κ.λπ.
sanction
Wiktionary Links