🇬🇷 el en 🇬🇧

λαχτάρα noun

  • η έντονη επιθυμία
longing
  • η αναμονή με συναισθηματική φόρτιση
excitement
  • ο μεγάλος φόβος, η ταραχή που ακολουθεί ένα ξαφνικό γεγονός
fright
Wiktionary Links