🇬🇷 el en 🇬🇧

λειτουργικός adjective

  /li.tuɾ.ʝiˈkos/
functional, liturgical
  • (λογιστική) λογιστικά γεγονότα (έσοδα, έξοδα, κέρδη, κλπ.) που προκύπτουν από την κύρια δραστηριότητα οικονομικής μονάδας
operating
Wiktionary Links