🇬🇷 el en 🇬🇧

λεύκωμα noun

  • βιβλίο με λευκές σελίδες που περιέχει εικόνες/φωτογραφίες κι είναι συνήθως ειδικής εκδόσεως, περιλαμβάνοντας κείμενα όπως μαρτυρίες, σχόλια, κρίσεις και περιγραφές περί συγκεκριμένων θεμάτων, γεγονότων, τόπων, επιφανών προσώπων, ιστορικών κ.λπ.
  • (σπάνιο) η λευκωματουρία ή πρωτεϊνουρία
scrapbook
Wiktionary Links