🇬🇷 el en 🇬🇧

λιθαγωγός adjective

  /li.θa.ɣoˈɣos/
  • που μεταφέρει πέτρες, λίθους
convey
  • (ειδικότερα ιατρική, για φάρμακα) που έχει την ιδιότητα να βοηθά στη λιθαγωγία, την έξοδο λίθων από το σώμα
convey, lithagogic
Wiktionary Links