🇬🇷 el en 🇬🇧

λουρί noun

  /luˈɾi/
  • την οδήγηση ζώων ως ηνίο, γκέμι, καπίστρι, λαιμαριά κλπ
leash
  • για το δέσιμο ή τη στερέωση αντικειμένων, εξαρτημάτων, ρούχων
strap
Wiktionary Links