🇬🇷 el en 🇬🇧

λύνω verb

  /ˈli.no/
  • χαλαρώνω το δέσιμο, ξεσφίγγω, ξεδένω, αποδεσμεύω, ελευθερώνω από δέσιμο
untie
Wiktionary Links