🇬🇷 el en 🇬🇧

λύση noun

  /ˈli.si/
  • η ενέργεια και το αποτέλεσμα του λύνω
solution, solving
  • κατάργηση, ακύρωση νομικού ή ηθικού δεσμού
dissolution
  • αποδέσμευση, απαλλαγή
  • έκβαση, τερματισμός της υπόθεσης ενός λογοτεχνήματος
resolution
  • κανονισμός, διευθέτηση (ενός ζητήματος)
resolution, solution
  • εύρεση του ζητούμενου σε πρόβλημα, αίνιγμα κτλ.
solution
Wiktionary Links