🇬🇷 el en 🇬🇧

μάλαξη noun

  • (καρδιολογία) οι ειδικές πιέσεις που ασκούνται στο θώρακα σε συνδυασμό συνήθως με τεχνητή αναπνοή στην παροχή πρώτων βοηθειών σε επεισόδιο καρδιακής ανακοπής αλλά και οι μαλάξεις καρδιοχειρουργών απ' ευθείας στον καρδιακό μυ, σε ανοιχτό θώρακα
cardiac massage
Wiktionary Links