μάντρα
noun
/ˈman.dɾa/
,
/ˈman.tɾa/
|
- οικόπεδο, συνήθως περιφραγμένο, που χρησιμοποιείται για τη συγκέντρωση και την πώληση οικοδομικών υλικών, αυτοκινήτων κλπ
|
yard
|
μάντρα
noun
/ˈman.dɾa/
|
- (ινδουισμός) συλλαβές που επαναλαμβάνουν οι διαλογιζόμενοι ως μορφή επίκλησης
|
mantra
|