🇬🇷 el en 🇬🇧

μάντρα noun

  /ˈman.dɾa/ , /ˈman.tɾa/
  • οικόπεδο, συνήθως περιφραγμένο, που χρησιμοποιείται για τη συγκέντρωση και την πώληση οικοδομικών υλικών, αυτοκινήτων κλπ
yard

μάντρα noun

  /ˈman.dɾa/
  • (ινδουισμός) συλλαβές που επαναλαμβάνουν οι διαλογιζόμενοι ως μορφή επίκλησης
mantra
Wiktionary Links