🇬🇷 el en 🇬🇧

μάρκα noun

  • σημάδι που επιτρέπει την άμεση αναγνώριση των προϊόντων κάποιας εμπορικής εταιρείας, συνήθως βιομηχανικής
brand, logo
  • αντικείμενο που χρησιμοποιείται αντί για νόμισμα σε παιχνίδια
chip
  • η ονομασία μιας τέτοιας εταιρείας
make
Wiktionary Links