🇬🇷 el en 🇬🇧

μάρτυρας noun

  /ˈmaɾ.ti.ɾas/
  • που ακούει ή βλέπει κάτι τη στιγμή που αυτό γίνεται
witness
  • που βασανίστηκε ή και θανατώθηκε για τις πεποιθήσεις του
martyr
Wiktionary Links