🇬🇷 el en 🇬🇧

μάσκα noun

  /ˈma.ska/
grille, قناع
  • (ιατρική) κάλυψη της μύτης και του στόματος με ειδική καλύπτρα που προστατεύει από μικρόβια και ως ένα βαθμό από ιούς (ιατρική ή χειρουργική μάσκα).
  • (πληροφορική) mask: οντότητα που χρησιμοποιείται ως πρότυπο (υπόδειγμα) για δημιουργία (με αντιγραφή), μεταβολή και σύγκριση παρόμοιων οντοτήτων
mask
Wiktionary Links