🇬🇷 el en 🇬🇧

μάστιγα noun

  /ˈma.sti.ɣa/
  • (μεταφορικά) χαρακτηρισμός για κάτι που επιφέρει μεγάλη συμφορά, που προκαλεί μεγάλη καταστροφή
plague, scourge
Wiktionary Links