🇬🇷 el en 🇬🇧
μέσα adverb
/ˈme.sa/
|
|
|---|---|
|
in, inside |
|
in |
|
in, into |
|
within, in |
|
during |
- ο σκοπός αγιάζει τα μέσα
- the end justifies the means
- ψηφιακά μέσα
- digital media
- μέσα μαζικής ενημέρωσης
- mass media
- μέσα κοινωνικής δικτύωσης
- social media
- μπαίνω μέσα
- get in
- μέσα παραγωγής
- means of production
- όποιος σκάβει το λάκκο του αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα
- he who digs a pit for others falls in himself
- μέσα μαζικής μεταφοράς
- mass transit
Wiktionary Links
- ελληνικά: μέσα