🇬🇷 el en 🇬🇧

μέση noun

  /ˈme.si/
  • το μεσαίο τμήμα μιας απόστασης ή ενός χώρου, το κεντρικό τμήμα, που ισαπέχει από τα δύο άκρα
  • το μεσαίο τμήμα ενός χρονικού διαστήματος
middle
  • το μέρος εκείνο του κορμού ενός ανθρώπου που βρίσκεται πάνω από τους γλουτούς και κάτω από τα πλευρά
lower back, waist
  • το μέρος του ενδύματος που αντιστοιχεί στο παραπάνω αναφερόμενο τμήμα του κορμού
waistband

Μέση properNoun

Messi
Wiktionary Links