🇬🇷 el en 🇬🇧

μέσο noun

  • κάτι που απέχει εξίσου από δύο άλλα πράγματα
  • (μεταφορικά) κάτι που βρίσκεται ανάμεσα σε άλλα πράγματα
middle
  • (μεταφορικά) πρόσωπα, γνωριμίες, που χρησιμοποιεί κάποιος για να πετύχει άνομα τον σκοπό του
connections
  • κάτι που χρησιμοποιεί κάποιος για να πετύχει τον σκοπό του
means
  • οτιδήποτε χρησιμοποιείται για επικοινωνία και πληροφόρηση (πχ. εφημερίδα, τηλεόραση, βιβλίο, διαδίκτυο)
medium
Wiktionary Links