🇬🇷 el en 🇬🇧

μέσος adjective

  /ˈme.sos/
average, middle

μέσος noun

  /ˈme.sos/
  • (ανθρώπινο σώμα) το μεγαλύτερο δάχτυλο από όλα και αυτό που βρίσκεται στη μέση
middle finger
Wiktionary Links