🇬🇷 el en 🇬🇧

μέτωπο noun

  /ˈme.to.po/
forehead, front
  • (κατ’ επέκταση) (στρατιωτικός όρος) χώρος εντός του οποίου διεξάγονται στρατιωτικές επιχειρήσεις
front line
Wiktionary Links