🇬🇷 el en 🇬🇧

μαγαζί noun

  /ma.ɣaˈzi/
  • εμπορικό κατάστημα, οικοδόμημα που στεγάζει μια εμπορική ή επαγγελματική δραστηριότητα
shop, store
Wiktionary Links