🇬🇷 el en 🇬🇧

μαιευτική noun

  • (φιλοσοφία) η διαλεκτική μέθοδος που εξασκούσε ο Σωκράτης, ο οποίος με τις κατάλληλες ερωτήσεις οδηγούσε τον συνομιλητή του στην ανακάλυψη της αλήθειας
maieutic
  • (ιατρική) ο κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με την παρακολούθηση και παροχή ιατρικών υπηρεσιών σε εγκυμονούσες γυναίκες, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του τοκετού
midwifery, obstetrics
Wiktionary Links