🇬🇷 el en 🇬🇧

μαλακτικός adjective

  • που μαλακώνει (κάνει πιο μαλακό)
conditioner, emollient, softener, softening
  • που μαλακώνει τον λαιμό και το πεπτικό σύστημα και καταπραΰνει τον πόνο, τον βήχα, που λειτουργεί ως αποχρεμπτικό, βλεννολυτικό κλπ
conditioner, expectorant, mucolytic, softener
Wiktionary Links