🇬🇷 el en 🇬🇧

ματαιώνω verb

  /ma.teˈo.no/
cancel
  • (βάσεις δεδομένων) η ενέργεια της ακύρωσης μιας συναλλαγής (transaction) σε μία βάση δεδομένων και η επαναφορά της στην πρότερη κατάσταση
abort, roll back
Wiktionary Links