🇬🇷 el en 🇬🇧

μαυρίζω verb

blacken
  • (αμετάβατο) (μεταφορικά) η επιδερμίδα μου παίρνει σκούρο χρώμα μετά από κάποια παρουσία στις ακτίνες του ήλιου
tan
Wiktionary Links