🇬🇷 el en 🇬🇧

μαύρος noun

  /ˈma.vɾos/
black

Μαύρος properNoun

  /ˈma.vɾos/
  • ο άνθρωπος με πολύ σκούρο δέρμα ή που ανήκει στη λεγόμενη (σύμφωνα με όσους ακολουθούν τη φυλετική διάκριση των ανθρώπων) «μαύρη φυλή» (θηλυκό Μαύρη)
Black
Wiktionary Links