🇬🇷 el en 🇬🇧

μεγάφωνο noun

  • εξάρτημα ή συσκευή αναπαραγωγής ήχου, που δέχεται ηλεκτρικό ακουστικό σήμα και το μετατρέπει σε ήχο
megaphone
Wiktionary Links